- λουτρῶνι
- λουτρώνbathing-roommasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λουτρώνας — ο (AM λουτρών, ῶνος, Μ και λουτρεών, ῶνος) [λουτρόν] χώρος κατάλληλα διαρρυθμισμένος που χρησιμεύει για να πλένονται σ αυτόν, λουτρό (ἐν τῷ λουτρῶνι... ἐκάθευδε», Πλούτ.) αρχ. το βαπτιστήριο … Dictionary of Greek